- στῆσας
- ἵστημιmake to standaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στήσας — στήσᾱς , ἵστημι make to stand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεναγίτις — ίτιδος, ἡ, Α επίθ. αβαθής, ρηχή («τεναγῑτιν ὅτ εἰς ἅλα κῶλον ἐλαφρὸν στήσας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέναγος + επίθημα ῖτις (πρβλ. τεμεν ῖτις)] … Dictionary of Greek
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek